- κύθρα
κύθρα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύθρα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύθρα — κύθρα, ἡ (AM) χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα, με μετάθεση δασύτητας] … Dictionary of Greek
κίθρα — κίθρα, ἡ (Α) (αμφβλ. σημ.) δοχείο στο οποίο εναπόθεταν τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. του κύθρα < χύτρα με μετάθεση τής δασύτητας] … Dictionary of Greek
κυθροκαντήλα — κυθροκαντήλα, ἡ (Μ) καντήλα με σχήμα ή μέγεθος χύτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύθρα «χύτρα» + καντήλα] … Dictionary of Greek
μονόκυθρον — μονόκυθρον, τὸ (Μ) είδος φαγητού, ιδίως τών μοναχών, από διάφορα υλικά που βράζουν στην ίδια χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κύθρα «χύτρα»] … Dictionary of Greek
χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… … Dictionary of Greek