- κύβηλις
κύβηλις, ιος u. ιδος, ἡ, Axt, auch Küchenmesser; Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c; andere Comic. in VLL. – Nach E. M. ὁ μαντικὸς πέλεκυς. – Vgl. noch Poll. 10, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύβηλις, ιος u. ιδος, ἡ, Axt, auch Küchenmesser; Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c; andere Comic. in VLL. – Nach E. M. ὁ μαντικὸς πέλεκυς. – Vgl. noch Poll. 10, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβηλίς — κυβηλίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κυβελήιος … Dictionary of Greek
κύβηλις — κύβηλις, εως, ἡ (Α) 1. είδος πελέκεως 2. τρίφτης τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κύβηλις — axe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλίδα — Κυβηλίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλίδες — Κυβηλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλίδος — Κυβηλίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβήλης — κύβηλις axe fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβηλιν — κύβηλις axe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβελήιος — κυβελήϊος, ΐα, ον, θηλ. και κυβεληΐς και κυβηλίς, ίδος (Α) [Κυβέλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυβέλη … Dictionary of Greek
κυβηλίζω — (Α) [κύβηλις] χτυπώ με τον πέλεκυ, πελεκίζω … Dictionary of Greek
κυβηλικός — κυβηλικός, ή, όν (Α) [κύβηλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πέλεκυ … Dictionary of Greek