- κύβεθρον
κύβεθρον, τό, der Bienenstock, die Bienenzellen; s. κυψέλη; VLI.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύβεθρον, τό, der Bienenstock, die Bienenzellen; s. κυψέλη; VLI.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύβεθρον — κύβεθρον, τὸ (Α) η κυψέλη τών μελισσών … Dictionary of Greek
κύβεθρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβεθρα — κύβεθρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek