κύμινδις

κύμινδις

κύμινδις, , gen. -ιος od. κυμίνδιδος, Plat. Crat. 392 a, ein Vogel, den nach Hom. die Götter χαλκίς, die Menschen κύμινδις nennen, nach den Schol. eine Art dunkelfarbiger, in den Bergen sich aufhaltender Habicht, Nachthabicht; Ar. Av. 1181; bei Arist. H. A. 9, 12. 32 fem. S. χαλκίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύμινδις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμινδις — ιδος και εως, ο και η (Α κύμινδις, ιδος) γένος αρπακτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια ιερακίδες νεοελλ. σαρκοφάγα σκαθάρια που ζουν σε άγονες περιοχές κάτω από πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ασιατικής… …   Dictionary of Greek

  • κυμίνδιδος — κύμινδις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμινδιν — κύμινδις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”