κύκλωμα

κύκλωμα

κύκλωμα, τό, das Rundgedrehte, Herumgedrehte, der Kreis; Ἰξίονος, das Herumdrehen des Ixion auf dem Rade, Eur. Phoen. 1201; σώματος, die Ringe, die Windungen des Schlangenleibes, D. Sic. 3, 35. – Βυρσότονον κύκλ., die Pauke, Eur. Bacch. 144.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύκλωμα — that which is rounded into a circle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυκλώνω, περικύκλωση. 2. «ηλεκτρικό κύκλωμα», το σύνολο ηλεκτρικής πηγής και των αγωγών που συνδέουν τους πόλους της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κύκλωμα (ηλεκτρικό) — Σύνολο ενεργών (προσφέρουν ενέργεια) και παθητικών (καταναλώνουν ή αποθηκεύουν ενέργεια) στοιχείων, κατάλληλα συνδεδεμένων με αγωγούς, ικανό να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα για την επιτέλεση ορισμένων σκοπών. Ενεργά στοιχεία ενός κ. είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητικό κύκλωμα — Μία εντελώς κλειστή διαδρομή της μαγνητικής ροής, που έχει σε κάθε σημείο την κατεύθυνση της μαγνητικής επαγωγής (οι γραμμές ενός μαγνητικού πεδίου είναι πάντα συνεχείς και χωρίς άκρα). Ως παράδειγμα αναφέρεται ένας ηλεκτρομαγνήτης που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμ' — κύκλωμα , κύκλωμα that which is rounded into a circle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλωμάτων — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώμασι — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώματα — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώματι — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώματος — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”