κύκλ-ωψ

κύκλ-ωψ

κύκλ-ωψ, ωπος, ὁ (s. nom. pr.), rundäugig, u. übh. rund; σελήνη Parmenids. bei Clem. Al. strom. 5 p. 732; – κύκλοπα κούρην, vom Auge, Empedocl. (281) bei Arist. de sensu 2; – κύκλωπες, οἱ, ein Wurf im Würfelspiel, Eubul. bei Poll. 7, 205.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύκλ' — κύκλα , κύκλος ring neut nom/voc/acc pl κύκλε , κύκλος ring masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • ημικύκλιος — ο (AM ἡμικύκλιος, ον) 1. ημικυκλικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο α) το μισό τού κύκλου β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό β)… …   Dictionary of Greek

  • κοτήεις — και κοτόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα ήεις / όεις (πρβλ. δενδρ ήεις / κυκλ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • κρινόεις — κρινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου, λευκός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρινόεις όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα (ό)εις… …   Dictionary of Greek

  • κροκόεις — κροκόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ό κροκόεις ή τὸ κροκόεν ένδυμα βαμμένο με κρόκο («ὃς ἐμὲ κροκόεν τόδ ἐνέδυσεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα (ο)εις (πρβλ. αστερ… …   Dictionary of Greek

  • μύωπα — και μύωψ, ο (ΑΜ μύωψ) αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, αλλά που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει… …   Dictionary of Greek

  • νεκυηδόν — (Α) επίρρ. σαν νεκρό σώμα, σαν λείψανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν (πρβλ. κυκλ ηδόν, λυκ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • νωτιάδα — και νωτιάς, η (Α νωτιάς, άδος) 1. η νωτιαία 2. φρ. «νωτιάδα φθίση» ή «νωτιάς φθίσις» πάθηση συφιλιδικής αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζεται από εξελικτική αλλοίωση τής ουσίας τού νωτιαίου μυελού και εκδηλώνεται με διαταραχή τής κινητικότητας και… …   Dictionary of Greek

  • πληγάς — άδος, ή, Α 1. το δρεπάνι 2. πληθ. «αἱ πληγάδες» οι Συμπληγάδες πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγή + επίθημα άς, άδος (πρβλ. κυκλ άς, στολ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”