ζύγωμα

ζύγωμα

ζύγωμα, τό, dasselbe, Pol. 7, 16, 5. – Bei Schol. Thuc. 1, 29 τὰ ξύλα τὰ ἀπὸ τοῦ τοίχου τῆς νεὼς πρὸς τὸν ἕτερον τοῖχον διατείνοντα. – Bei den Aerzten = Schlüsselbein, Galen.; Poll. 2, 85.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζύγωμα — bolt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγωμα — το (AM ζύγωμα, ατος) [ζυγώ, όω] νεοελλ. 1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής») 2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής») 3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές… …   Dictionary of Greek

  • ζύγωμα — το, ατος 1. πλησίασμα, προσέγγιση: Προαισθάνθηκε το ζύγωμα του Χάρου. 2. οστό του κρανίου κάτω από την κόγχη του ματιού. 3. εξάρτημα μηχανής, σταυρός. 4. περιοχή ανάμεσα σε δύο κορυφές, διάσελο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυγωμάτων — ζύγωμα bolt neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγώμασι — ζύγωμα bolt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγώματα — ζύγωμα bolt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγώματι — ζύγωμα bolt neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγώματος — ζύγωμα bolt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεύριση — πλεύριση, η και πλεύρισμα, το 1. το πλησίασμα του πλεούμενου στην ακτή ή σε άλλο πλεούμενο, το ζύγωμα, αλλιώς κοτσάρισμα: Η πλεύριση του πλοίου είναι δύσκολη με τη θαλασσοταραχή. 2. πλησίασμα, σίμωμα, ζύγωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • cigomático — cigomático, a (del gr. «zýgōma, atos», pómulo) adj. Anat. De la *mejilla. ≃ Zigomático. * * * cigomático, ca. (Del gr. ζύγωμα, ατος, pómulo). adj. Anat. Perteneciente o relativo a la mejilla o al pómulo. Arco cigomático. * * * ► adjetivo Relativo …   Enciclopedia Universal

  • ζυγωματικός — ή, ό χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού προσώπου (α. «ζυγωματικά οστά» ζεύγος τετράπλευρων οστών τής άνω γνάθου που βρίσκονται το καθένα στις δύο πλάγια τού προσώπου και αποτελούν το υπόθεμα τών λεγόμενων μήλων β. «ζυγωματικός μυς» γ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”