- ζύγωσις
ζύγωσις, ἡ, das Gleichgewicht od. die Verbindung, Ath. V, 204 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζύγωσις, ἡ, das Gleichgewicht od. die Verbindung, Ath. V, 204 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζύγωσις — ζύγωσις, ἡ (Α) [ζυγώ ( όω)] ζύγισμα, ισορρόπηση, αντισήκωμα … Dictionary of Greek
ζυγώση — ζύγωσις a balancing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζύγωσιν — ζύγωσις a balancing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροζύγωση — η περίπτωση κατά την οποία οι γαμέτες τών νόθων ατόμων τής πρώτης θυγατρικής γενεάς περιέχουν ετεροειδείς κληρονομικούς χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterozygosis < hetero (πρβλ. ετερο *) + zygosis (πρβλ. ζύγωσις)] … Dictionary of Greek
ζυγώσῃ — ζυγώσηι , ζύγωσις a balancing fem dat sg (epic) ζυγόω yoke aor subj mid 2nd sg ζυγόω yoke aor subj act 3rd sg ζυγόω yoke fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)