κύφω, = κύπτω; LXX; Schol. Ar. Plut. 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύφω — (Α) σκύβω, χαμηλώνω («ὑπερηφανεύσατο, καὶ κύφοντα ὀφθαλμοῑς σώσει», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυφ (πρβλ. κέ κυφ α, παρακμ. τού κύπτω)] … Dictionary of Greek
κυφῷ — κῡφῷ , κυφός bent forwards masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)