κύτος

κύτος

κύτος, τό, übh. was Etwas in sich faßt, aufnimmt, κύω, Höhlung, Raum, Wölbung; von der Schildwölbung, περίδρομον κύτος κοιλογάστορος κύκλου Aesch. Spt. 477; Gefäß, Urne, τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προςῄει Ag. 790, vgl. 313; σμικρὸς προςήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει, Aschenurne, Soph. El. 1131; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει Eur. Suppl. 1201; πλεκτόν Ion 37, λέβητος Cycl. 398; ϑώρακος Ar. Par 1224; τῆς κοιλίας, Bauchhöhle, Hices. bei Ath. III, 87 d; sp. D., γαστρός Nic. Al. 123 u. A.; πλαγκτὸν νηὸς κύτος, der Schiffsbauch, Antiphan. 6 (IX, 84), wie Archimel. 1 (App. 15); vgl. Pol. 16, 3, 4; – in Prosa; τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος Plat. Tim. 45 a; ϑώρακος, Brusthöhle, 69 e; vgl. Arist. H. A. 1, 7; D. Sic. 1, 35; – Achaeus bei Ath. X, 414 d sagt auch ποδῶν κύτος χρίουσιν; – auch τὸ τῆς ψυχῆς ἅπαν κύτος, der ganze Umfang der Seele, das Ganze der Seele, Plat. Tim. 44 a; ὡς αὐτῆς τῆς πόλεως οὔσης τοῦ κύτους Legg. XII, 964 e, womit Pol. 5, 29, 8 zu vgl., wo τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κύτος τείχεσιν ἠσφάλιστο im Ggstz von προάστειον gesagt ist. – Lycophr. braucht es für Fell, 1316.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύτος — hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… …   Dictionary of Greek

  • κύτος — το ους 1. κοίλωμα σκεύους, αντικείμενο. 2. το αμπάρι του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κύτει — κύτος hollow neut nom/voc/acc dual (attic epic) κύτεϊ , κύτος hollow neut dat sg (epic ionic) κύτος hollow neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύτη — κύτος hollow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κύτος hollow neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτίων — κύτος hollow neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτῶν — κύτος hollow neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύτεος — κύτος hollow neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύτεσι — κύτος hollow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύτεσιν — κύτος hollow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύτιος — κύτος hollow neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”