γύπινος, vom Geier, πτέρυξ Luc. Icarom. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γύπινος — γύπινος, η, ον (Α) [γυψ] αυτός που ανήκει στον γύπα … Dictionary of Greek
γυπιαίος — γυπιαῑος, α, ον (Μ) [γυψ] ο γύπινος … Dictionary of Greek
γυπίνην — γῡπίνην , γύπινος of a vulture fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)