κύπειρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπειρος — ο, η (Α κύπειρος) βλ. κύπερη … Dictionary of Greek
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek
κύπερη — η, και κύπειρος, ο, η (Α κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, ιδος και κυπειρίς, ίδος και κύπηρις, εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ) ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών τού γένους κύπερος και ειδικότερα τού ζιζανίου… … Dictionary of Greek
ciperáceo — (Del lat. cypum < gr. kypeiron, juncia.) ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una familia de plantas herbáceas propias de lugares húmedos, próxima a las gramíneas, cuyo tallo es de sección triangular. * * * ciperáceo, a… … Enciclopedia Universal
βύβλος — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Φοινικική πόλη, στις ακτές του Λιβάνου, μεταξύ της Βηρυττού και της Τρίπολης της Συρίας. Λεγόταν επίσης Γεβέλ, Γάβουνα ή Γαβών. Θεωρείται από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου και, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε … Dictionary of Greek
ζέρνα — η (Μ ζέρνα) βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κύπειρος η στρογγυλόρριζος, αλλ. κύπερη, τρουπαλάκι … Dictionary of Greek
κυπερίδες — (cyperaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 70 γένη και 4.000 είδη. Πρόκειται για ποώδη φυτά –συγγενή προς τα αγρωστώδη– τα οποία προτιμούν τις υγρές και τελματώδεις τοποθεσίες, από τη στάθμη της θάλασσας έως τις… … Dictionary of Greek
κύπαιρος — κύπαιρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κύπειρος … Dictionary of Greek
κύπερος — (Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές… … Dictionary of Greek
μνάσιον — και μναύσιον, τὸ (Α) το εδώδιμο ποώδες φυτό κύπειρος η βρώσιμος … Dictionary of Greek