κύπειρος

κύπειρος

κύπειρος, , ion. κύπερος (s. unten), bei Diosc. auch, eine Wasser- oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben φλέως, Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. κυπειρίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύπειρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπειρος — ο, η (Α κύπειρος) βλ. κύπερη …   Dictionary of Greek

  • πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… …   Dictionary of Greek

  • κύπερη — η, και κύπειρος, ο, η (Α κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, ιδος και κυπειρίς, ίδος και κύπηρις, εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ) ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών τού γένους κύπερος και ειδικότερα τού ζιζανίου… …   Dictionary of Greek

  • ciperáceo — (Del lat. cypum < gr. kypeiron, juncia.) ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una familia de plantas herbáceas propias de lugares húmedos, próxima a las gramíneas, cuyo tallo es de sección triangular. * * * ciperáceo, a… …   Enciclopedia Universal

  • βύβλος — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Φοινικική πόλη, στις ακτές του Λιβάνου, μεταξύ της Βηρυττού και της Τρίπολης της Συρίας. Λεγόταν επίσης Γεβέλ, Γάβουνα ή Γαβών. Θεωρείται από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου και, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε …   Dictionary of Greek

  • ζέρνα — η (Μ ζέρνα) βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κύπειρος η στρογγυλόρριζος, αλλ. κύπερη, τρουπαλάκι …   Dictionary of Greek

  • κυπερίδες — (cyperaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 70 γένη και 4.000 είδη. Πρόκειται για ποώδη φυτά –συγγενή προς τα αγρωστώδη– τα οποία προτιμούν τις υγρές και τελματώδεις τοποθεσίες, από τη στάθμη της θάλασσας έως τις… …   Dictionary of Greek

  • κύπαιρος — κύπαιρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κύπειρος …   Dictionary of Greek

  • κύπερος — (Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές… …   Dictionary of Greek

  • μνάσιον — και μναύσιον, τὸ (Α) το εδώδιμο ποώδες φυτό κύπειρος η βρώσιμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”