- κύπερος
κύπερος, ὁ, ion. = κύπειρος; bei Her. 4, 71 eine gewürzige Pflanze, mit welcher die Scythen ihre Könige einbalsamirten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύπερος, ὁ, ion. = κύπειρος; bei Her. 4, 71 eine gewürzige Pflanze, mit welcher die Scythen ihre Könige einbalsamirten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύπερος — Cyperus rotundus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπερος — (Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές… … Dictionary of Greek
κυπέρους — κύπερος Cyperus rotundus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cyperus rotundus — Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked) … Wikipedia
κύπερη — η, και κύπειρος, ο, η (Α κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, ιδος και κυπειρίς, ίδος και κύπηρις, εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ) ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών τού γένους κύπερος και ειδικότερα τού ζιζανίου… … Dictionary of Greek
κύπερον — κύπερον, τὸ (Α) [κύπερος] (κατά τον Ησύχ.) «κύπερα, τὰ σχοινία ἐκ κυπείρου πεπλεγμένα» … Dictionary of Greek
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek
πυριώ — άω, Α [πυρία] 1. βάζω κάποιον στο πυριατήριο, στο ατμόλουτρο 2. θερμαίνω 3. παθ. πυριῶμαι, άομαι α) θερμαίνομαι σε πυριατήριο β) χρησιμοποιούμαι ως πυριατήριο («[κύπερος] πρός τι πυριωμένη ἁρμόζει», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
κυπέρου — κύπερον rope made of neut gen sg κύπερος Cyperus rotundus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπέρων — κύπερον rope made of neut gen pl κύπερος Cyperus rotundus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπέρῳ — κύπερον rope made of neut dat sg κύπερος Cyperus rotundus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)