κόλλιξ

κόλλιξ

κόλλιξ, ῑκος, ὁ, ein länglich rundes, grobes Brot; κρίϑινος Hipponax bei Ath. VII, 304 b; vgl. Ephipp. ib. III, 112 a; nach Galen. auch kleine, runde Kuchen. – Bei Ar. Ran. 575 steht κόλικας mit kurzem ι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόλλιξ — κόλλιξ, ικος, ὁ (Α) 1. είδος πίτας στρογγυλού σχήματος από αλεύρι χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.) 2. χάπι, καταπότιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. kulič «πασχαλινό γλύκισμα»] …   Dictionary of Greek

  • κόλλιξ — κόλλῑξ , κόλλιξ roll masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кулич — а пасхальное изделие (из пшеничной муки) . Из ср. греч. κουλλίκι(ον) от κόλλιξ хлеб круглой или овальной формы ; см. Корш, AfslPh 9, 517; Фасмер, ИОРЯС 11, 2, 391; Гр. сл. эт. 104; Мi. ЕW 124, 146 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ετοιμοκόλλιξ — ἑτοιμοκόλλιξ, ὁ (Α) αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + κόλλιξ «κουλλούρι»] …   Dictionary of Greek

  • κολλίκιος — κολλίκιος, ία, ον (AM) [κόλλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον μικρό κουλούρι, κουλουράκι αρχ. αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι …   Dictionary of Greek

  • κολλικοφάγος — κολλικοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλιξ, ικος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κολλύρα — κολλύρα, ἡ (Α) κόλλιξ*, κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα ύρα, πρβλ. άγκυρα] …   Dictionary of Greek

  • κουλίκι — το (Μ κουλλίκι[ο]ν) κουλούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλίκιον*, με κώφωση τού ο (< κόλλιξ «είδος πίτας»)] …   Dictionary of Greek

  • κόλλαβος — ο (Α κόλλαβος) κλειδί ή στριφτάρι με το οποίο κουρδίζονται οι χορδές τών έγχορδων μουσικών οργάνων αρχ. είδος πίτας ή ψωμιού («ἐπείσφερε τοὺς ἀμύλους καὶ τοὺς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τὰς κολλάβους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής… …   Dictionary of Greek

  • κόλλοψ — κόλλοψ, οπος, ὁ (Α) 1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.) 2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό 3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων 4.… …   Dictionary of Greek

  • ολισβοκόλλιξ — ὀλισβοκόλλιξ, ικος, ὁ (Α) (κωμική λέξη) ψωμί σε σχήμα ολίσβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλισβος + κόλλιξ «είδος άρτου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”