κόθουρος — κόθουρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός 2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ ουρος. Το α συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα τού Ησυχίου,… … Dictionary of Greek
θυσάνουρος — ο (Α θυσάνουρος, ον) νεοελλ. εντομολ. τα θυσάνουρα τάξη άπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ουρά θυσανωτή, κροσσωτή («θυσάνουρος δασύκερκος, ἄρσην», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + ουρος (< ουρά) πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος. Με τη νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κίλλουρος — κίλλουρος, ὁ (Α) ο κίγκλος*, η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ ουρος το β συνθετικό ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ ουρος). Ως προς το α συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava),… … Dictionary of Greek
κόντουρος — κόντουρος, ον (Μ) αυτός που έχει κοντή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ουρος (< ουρά), πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος] … Dictionary of Greek
λείουρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἴλουρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος] … Dictionary of Greek
σαίνουρος — ον, και ανώμ. τ. θηλ. σαινουρίς, ίδος, Α (για σκύλο) αυτός που κουνάει την ουρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω «κουνώ την ουρά» + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος, μελάν ουρος] … Dictionary of Greek
νώθουρος — νώθουρος, ον (Α) ανίκανος κατά τη σεξουαλική συνεύρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωθής «νωθρός, οκνηρός» + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος] … Dictionary of Greek
τράχουρος — ο, ΝΜΑ, και τραχύουρος Ν, και τραχοῡρος, Α γένος περκόμορφων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος. Τη λ. δανείστηκαν και οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. trachurus] … Dictionary of Greek
φαιουρός — όν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει φαιόχρωμη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + ουρός (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος] … Dictionary of Greek
kel-3, kelǝ-, klā- extended klād- — kel 3, kelǝ , klā extended klād English meaning: to hit, cut down Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, hauen” Note: separation from kel “prick” and from skel “cut, clip” is barely durchfũhrbar; beachte esp. Slav. *kólti “prick” =… … Proto-Indo-European etymological dictionary