γόγγρος

γόγγρος

γόγγρος, , 1) ein Meeraal, conger, Arist. H. A. 8, 2. 13; Opp. H. 1, 521; öfter Ath. bes. VII, 288 c ff – 2) Knorren an Bäumen, Theophr. H. Pl. 1, 8, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γόγγρος — conger eel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρος — ο (AM γόγγρος) τελεόστεος ιχθύς, χέλι τής θάλασσας, μουγγρί αρχ. ρόζος στον φλοιό τών δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λέξη μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • γόγγροι — γόγγρος conger eel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγροις — γόγγρος conger eel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγροισιν — γόγγρος conger eel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρον — γόγγρος conger eel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρου — γόγγρος conger eel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρους — γόγγρος conger eel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρων — γόγγρος conger eel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρῳ — γόγγρος conger eel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγρίον — γογγρίον, το (Α) [γόγγρος] μικρός γόγγρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”