κόγχος

κόγχος

κόγχος, , 1) = κόγχη, Aesch. frg. bei Ath. III, 87 a, vgl. IV, 160 b; übertr. auch fem., Pol. 6, 23, 5 προςήρμοσται τῷ ϑυρεῷ καὶ σιδηρᾶ κόγχος; vgl. Poll. 2, 38. 71. 188. – 2) die conchis der Römer, gekochte u. nicht durchgeschlagene Linsen, κόγχος καὶ κύαμος Speise der Armen, vgl. Ath. IV, 159 ff. u. B. A. 105, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόγχος — shell full masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόγχος — ο (AM κόγχος, ό, Α και κόγχος, ή) κοίλωμα τού σώματος, κόγχη («οφθαλμικός κόγχος») μσν. αρχ. κοχύλι αρχ. 1. μικρό μέτρο για υγρά 2. το κοίλωμα τής ασπίδας 3. μικρό αγγείο 4. πινάκιο ή δοχείο με μορφή κοχυλιού 5. πηχτός ζωμός από φακές. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κόγχοι — κόγχος shell full masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόγχοις — κόγχος shell full masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόγχον — κόγχος shell full masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόγχου — κόγχος shell full masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόγχους — κόγχος shell full masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόγχων — κόγχος shell full masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόγχῳ — κόγχος shell full masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Conchology — Part of a series on Zoology …   Wikipedia

  • κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”