- κόγχυς
κόγχυς, Poll. 6, 94, mit Bekker in κόγχους zu ändern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόγχυς, Poll. 6, 94, mit Bekker in κόγχους zu ändern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόγχυς — κόγχυς, ὁ (Α) το κέλυφος τών στρειδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κόγχος, κατά τα ουσ. σε υς (πρβλ. πήχ υς, πίτ υς)] … Dictionary of Greek
κογχυολίνη — η (βιοχ.) πρωτεΐνη που εκκρίνεται από την εξωτερική επιφάνεια τού μανδύα τών μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. conchyoline < conchy (πρβλ. κόγχυς) + οl , που στη χημική… … Dictionary of Greek