κόμψευμα

κόμψευμα

κόμψευμα, τό, artige, seine Rede; Arist. meteorl. 1, 13; σεμνῶν ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαϑεῖς ποιμαινέτωσαν Luc. Amor. 54; auch a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόμψευμα — ingenious invention neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμψευμα — το (ΑM κόμψευμα) [κομψεύω] αυτό που λέγεται με λεπτότητα, κομψός λόγος («δῆλον ὅτι τὸ κόμψευμα ἂν εἴη τοῡτο ψεῡδος», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. κομψός τρόπος, κομψότητα συμπεριφοράς 2. κομψό ντύσιμο αρχ. ευφυής, πανούργος λόγος, πανουργία …   Dictionary of Greek

  • κόμψευμα — το, ατος κομψός τρόπος ή λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομψευμάτων — κόμψευμα ingenious invention neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψεύμασιν — κόμψευμα ingenious invention neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψεύματα — κόμψευμα ingenious invention neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψολόγημα — το κομψός λόγος, κόμψευμα, κομψολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστάθιο Α. Σίμο] …   Dictionary of Greek

  • ψυχροκόμψευμα — τὸ, Α ψυχρή έπαρση, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + κόμψευμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”