- ζόφιος
ζόφιος, = ζοφερός, Ἐρινύες Eryc. 11 (VII, 377).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζόφιος, = ζοφερός, Ἐρινύες Eryc. 11 (VII, 377).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζόφιος — ζόφιος, ον (Α) [ζόφος] ζόφεος, ζοφερός («ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… … Dictionary of Greek