ζόφεος

ζόφεος

ζόφεος, α, ον, p. = Folgdm, Nic. Al. 501.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζόφεος — α, ον (Α ζόφεος) [ζόφος] μτγν. ή διάφ. ανάγν. αντί ζοφερός (α. «εις ζόφεον χάος τα ρεύματα χύνων», Ζαλοκ. β. «ζοφέα νύξ», Νίκανδ.) …   Dictionary of Greek

  • ζόφεον — ζόφεος masc acc sg ζόφεος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφέης — ζόφεος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζόφιος — ζόφιος, ον (Α) [ζόφος] ζόφεος, ζοφερός («ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՒԱՐԻՆ — ( ) NBH 1 0935 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c ա. σκοτινός, σκοταῖος tenebrosus, tenebricosus, obscurus ζόφος իբր ζόφεος caliginosus. Խաւարային. խաւարտն. աղջամղջին. խաւարեալ. մութ. մթին. նսեմ. անլոյս. միգամած. ... *Երկիր խաւարին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”