κόττη

κόττη

κόττη, , der Kopf, Hesych. S. κοτίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • котва — якорь , стар.; укр. котва (судя по наличию о, заимств. из польск.), болг. котва, сербохорв. котва, словен. kȏtva, чеш. kotev, kotva, польск. kotew, род. п. kotwi, в. луж. kotwica. Из *kоtу, род. п. *kоtъvе. Ср. цслав. котъка кошка ; слав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Μουσείο Βορρέ (Παιανία Αττικής) — Η συλλογή σύγχρονης ελληνικής τέχνης και λαογραφίας του συλλέκτη και πρώην δημάρχου Παιανίας Ίωνα Βορρέ εκτίθεται σε ένα συγκρότημα παλαιών και νέων κτιρίων με κήπους και αυλές, συνολικής έκτασης 18 στρεμμάτων, στις ανατολικές παρειές του Υμηττού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”