- κόττανον
κόττανον, τό, eine Art kleiner Feigen, Ath. IX, 385 a, vgl. III, 119 a; cottanum od. coctanum. Martial. 7, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόττανον, τό, eine Art kleiner Feigen, Ath. IX, 385 a, vgl. III, 119 a; cottanum od. coctanum. Martial. 7, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόττανον — κόττανον, τὸ (Α) είδος μικρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κόττανον, όπως και η λ. κοττάνα, είναι πιθ. σημιτ. δάνεια, πρβλ. εβρ. qātān, qetannim «μικρός». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cottana] … Dictionary of Greek
κόττανον — small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττανα — κόττανον small neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοδώνεα — κοδώνεα, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών κόττανον (είδος μικρών σύκων) και κυδώνιον] … Dictionary of Greek
κοττάνα — κοττάνα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) παρθένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κόττανον και με εβρ. τ. qātōn + θηλ. qetannā «μικρή, νέα, ανήλικο κορίτσι»] … Dictionary of Greek