κόπαιον, τό, = κόπειον, ein Stück, εὐμέγεϑες Alciphr. 3, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόπαιον — κόπαιον, τὸ (Α) τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή + κατάλ. αιον, ουδ. τής αιος (πρβλ. γύν αιον, δικ αιον)] … Dictionary of Greek
κόπαιον — piece neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)