- κόπειον
κόπειον, τό, das Stück, wie κόπαιον?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόπειον, τό, das Stück, wie κόπαιον?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φονοκοπείον — και φονοκόπιον, τὸ, Μ μεγάλη σφαγή, μακελλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + κοπεῖον / κόπιον (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ἀργυρο κοπεῖον] … Dictionary of Greek
χονδροκοπείον — ή χονδροκόπιον, τὸ, Α ο μύλος στον οποίο άλεθαν τους χόνδρους, το μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος «χοντροαλεσμένο σιτάρι» + κοπεῖον / κόπιον (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ἀργυρο κοπεῖον / κόπιον] … Dictionary of Greek