- ζωμ-ήρυσις
ζωμ-ήρυσις, ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωμ-ήρυσις, ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινήρυσις — οἰνήρυσις, ἡ (Α) αγγείο, για άντληση οίνου («φέρε τὴν οἰνήρυσιν ἵν οἶνον ἐγχέω λαβὼν ἐς τοὺς χόας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄρυσις (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ζωμ ήρυσις. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek