κωνώπιον

κωνώπιον

κωνώπιον, τό, dim. von κώνωψ, Mückchen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωνώπιον — κωνώπιον, τὸ (ΑM) κουνουπάκι μσν. κουνουπιέρα αρχ. κωνωπεών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ, ωπος + υποκορ. κατάλ. ιον ο τ. κουνούπι με κώφωση τού ω σε ου (πρβλ. κώδων κουδούνι)] …   Dictionary of Greek

  • κωνώπιον — in de An. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωνωπίου — κωνώπιον in de An. neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωνωπίων — κωνώπιον in de An. neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωνωπίῳ — κωνώπιον in de An. neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωνώπια — κωνώπιον in de An. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώνωψ — ο (AM κώνωψ, ωπος) 1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.) 2. ως κύριο όν. Κώνωψ μικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο 3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» λέγεται γι αυτούς που… …   Dictionary of Greek

  • CUBICULUM — apud Sueton. Nerone, c. 12. Icarus primô statim conatu iuxta Cubiculum eius decidit: Graece Ο᾿υραῃίσκος est Polyb. l. 5. i. e. papilio magnificus, principibus primo Viris in Asia, cum ad ius dicendum, vel ad spectandos ludos, vel etiam ob causam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”