κωλῡμάτιον

κωλῡμάτιον

κωλῡμάτιον, τό, dim. zum Vorigen, Sp.; in der Kriegssprache = χελωνάριον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωλυμάτιον — catch neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυμάτων — κωλυμάτιον, τὸ (Α) [κώλυμα] 1. μικρό εμπόδιο 2. (στρατ. όρος) η χελώνη που σχημάτιζαν με τις ασπίδες τους οι πολιορκητές …   Dictionary of Greek

  • κωλυματίῳ — κωλυμάτιον catch neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυμάτια — κωλυμάτιον catch neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελωνάριον — τὸ, Α 1. όστρακο από μικρή χελώνα 2. κωλυμάτιον*, εξάρτημα μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. στρουθ άριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”