- κωλῡτής
κωλῡτής, ὁ, = κωλυτήρ; κωλ. γίγνεται τῆς διαβάσεως, er hindert, Thuc. 3, 23; ὥςτε μηκέτι πορεύεσϑαι κωλυτὴν παρασχεῖν Plat. Critia. 109 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλῡτής, ὁ, = κωλυτήρ; κωλ. γίγνεται τῆς διαβάσεως, er hindert, Thuc. 3, 23; ὥςτε μηκέτι πορεύεσϑαι κωλυτὴν παρασχεῖν Plat. Critia. 109 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλυτής — κωλυτής, ὁ (Α) [κωλύω] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι («εἴ τις παραβοηθῶν παρὰ τὸ τεῑχος κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως», Θουκ.) … Dictionary of Greek
κωλυτής — κωλῡτής , κωλυτής hinderer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτά — κωλῡτά̱ , κωλυτής hinderer masc nom/voc/acc dual κωλῡτά , κωλυτής hinderer masc voc sg κωλῡτά , κωλυτής hinderer masc nom sg (epic) κωλυτός to be hindered neut nom/voc/acc pl κωλυτά̱ , κωλυτός to be hindered fem nom/voc/acc dual κωλυτά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτάς — κωλῡτά̱ς , κωλυτής hinderer masc acc pl κωλῡτά̱ς , κωλυτής hinderer masc nom sg (epic doric aeolic) κωλυτά̱ς , κωλυτός to be hindered fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτήρ — κωλυτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κωλύω] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι, κωλυτής* … Dictionary of Greek
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek
κωλυταῖς — κωλῡταῖς , κωλυτής hinderer masc dat pl κωλυτός to be hindered fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυταί — κωλῡταί , κωλυτής hinderer masc nom/voc pl κωλυτός to be hindered fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτέα — κωλυτέον one must hinder neut nom/voc/acc pl κωλυτέᾱ , κωλυτέον one must hinder fem nom/voc/acc dual κωλυτέᾱ , κωλυτέον one must hinder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κωλῡτέα , κωλυτέος one must hinder neut nom/voc/acc pl κωλῡτέα ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτήν — κωλῡτήν , κωλυτής hinderer masc acc sg (attic epic ionic) κωλυτός to be hindered fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)