- ζω-θάλμιος
ζω-θάλμιος, χάρις, Pind. Ol. 7, 11, nach Eust. καϑ' ἣν ζῶν τις ϑάλλει, lebenskräftig, blühend, vgl. βιοϑάλμιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζω-θάλμιος, χάρις, Pind. Ol. 7, 11, nach Eust. καϑ' ἣν ζῶν τις ϑάλλει, lebenskräftig, blühend, vgl. βιοϑάλμιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωθάλμιος — ζωθάλμιος, ον (Α) αυτός που παρέχει τη θολερότητα, την ακμή, τη λαμπρότητα τής ζωής («ἄλλοτε δ ἄλλον ἐποπτεύει χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῑ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλμιος (< *θαλμός < θάλλω), πρβλ. βιο θάλμιος, πολυ θάλμιος] … Dictionary of Greek
πολυθάλμιος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολύ 2. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θάλμιος (< *θαλμός < θάλλω «ακμάζω»), πρβλ. βιο θάλμιος, ζω θάλμιος] … Dictionary of Greek