κωλάριον

κωλάριον

κωλάριον, τό, dim. von κῶλον; Schol. Ar. Pax 179; Eust. 881, 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωλάριον — κωλάριον, τὸ (Α) [κώλον] τμήμα στίχου, ημίστιχο …   Dictionary of Greek

  • κωλάριον — fragment of a verse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”