- ζωο-ποιητικός
ζωο-ποιητικός, ή, όν, belebend, zum Hervorbringen lebender Wesen geschickt, Plut. plac. phil. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωο-ποιητικός, ή, όν, belebend, zum Hervorbringen lebender Wesen geschickt, Plut. plac. phil. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλοποιητικός — κεφαλοποιητικός, ή, ον (Α) αυτός που παράγει ή φτιάχνει κεφάλια («δύναμις κεφαλοποιητική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ποιητικός (< ποιητής < ποιητής < ποιῶ), πρβλ. ζωο ποιητικός, τεκνο ποιητικός] … Dictionary of Greek
κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek