ζωο-ποιός

ζωο-ποιός

ζωο-ποιός, belebend, Schol. Eur. Phoen. 349 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσοποιός — ό (Α θαλασσοποιός, όν) νεοελλ. αυτός που δημιουργεί αναστάτωση αρχ. αυτός που με την ενέργειά του δημιουργεί τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζωο ποιός, τραγωδο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • θαλεροποιός — θαλεροποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι θαλερό, ζωηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιός, ζωο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • θαρσοποιός — θαρσοποιός, όν (Μ) αυτός που εμπνέει θάρρος, αυτός που παρέχει θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + ποιός < ποιώ, πρβλ. ζωο ποιός, υποδηματο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • θρηνοποιός — θρηνοποιός, όν (Α) πένθιμος, λυπητερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + ποιός < ποιώ (πρβλ. ζωο ποιός, ταραχο ποιός)] …   Dictionary of Greek

  • θυγατροποιός — θυγατροποιός, όν (Α) (για τον Λωτ) αυτός που γεννά θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιός (< ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιός, ζωο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • καλλοποιός — καλλοποιός, όν (Α) 1. αυτός που καθιστά κάτι ωραίο, αυτός που προσδίδει κάλλος σε κάτι 2. (για τον θεό) ο δημιουργός τού κάλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχο ποιός, ζωο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κλειθροποιός — ο, η (Α κλειθροποιός) ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής κλείθρων, κλειδαριών, ο κλειδαράς, ο κλειδωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρο + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, ζωο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοποιός — κοσμοποιός, oν (ΑM) αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κοσμοποιός ο πλάστης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωο ποιός, θεο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ζωοποιοφόρος — ζωοποιοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει τη ζωοποιία, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο ποιός + φορος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”