- κωβίδιον
κωβίδιον, τό, dim. von κωβιός, Sotad. bei Ath. VII, 293 d, vgl. 284 f u. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωβίδιον, τό, dim. von κωβιός, Sotad. bei Ath. VII, 293 d, vgl. 284 f u. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωβιδίων — κωβίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβίδια — κωβίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβίδι — το (AM κωβίδιον) [κωβιός] νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους κωβιού (μσν. αρχ.) υποκορ. τού κωβιός … Dictionary of Greek
κωβίδι' — κωβίδια , κωβίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)