- ζωμίδιον
ζωμίδιον, τό, dim. von ζωμός, Süppchen, Ar. Nubb. 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωμίδιον, τό, dim. von ζωμός, Süppchen, Ar. Nubb. 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωμίδιον — ζωμίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ζωμός) ζουμάκι … Dictionary of Greek
ζωμίδιον — a little sauce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμιδίου — ζωμίδιον a little sauce neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek