γωνία

γωνία

γωνία, , Winkel, Ecke, Her. 1, 51. 8, 122 u. sonst; bes. in der Geometrie, Plat. Men. 84 u. öfter Euclid.; – Plat. Phil. 51 c Winkelmaaß, wie Plut. Marcell. 19; – ein eckiger Pfeiler, D. Sic. 2, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γωνία — γωνίᾱ , γωνία corner fem nom/voc/acc dual γωνίᾱ , γωνία corner fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιά — η 1. το τζάκι: Ψήσαμε κάστανα στη γωνιά. 2. απόμερο σημείο: Στάθηκα σε μια γωνιά και χάζευα τον κόσμο. 3. η σκληρή άκρη ψωμιού ή γλυκίσματος: Μου αρέσει η γωνιά της πίτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γωνίᾳ — γωνίαι , γωνία corner fem nom/voc pl γωνίᾱͅ , γωνία corner fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 384 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται νοτιοδυτικά της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου Φωκά. * * * η βλ. γωνία …   Dictionary of Greek

  • γωνία — η 1. γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από δύο ημιευθείες ή δύο επίπεδα που έχουν την ίδια κορυφή: Το τρίγωνο έχει τρεις γωνίες. 2. το σημείο όπου διασταυρώνονται δύο δρόμοι: Θα σε περιμένω στη γωνία. 3. εργαλείο σε σχήμα ορθής γωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γωνιᾷ — γωνιάζω place at an angle fut ind mid 2nd sg (epic) γωνιάζω place at an angle fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίεδρη γωνία — Όρος της γεωμετρίας. Αν θεωρήσουμε δύο ημιεπίπεδα με κοινή την αρχική τους ευθεία, τότε: 1. Αν τα ημιεπίπεδα δεν συμπίπτουν, ο χώρος χωρίζεται από αυτά σε δύο μέρη· καθένα από τα δύο αυτά μέρη του χώρου ονομάζεται δ.γ. (βλ. σχήματα 1 και 2). 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνεπαφής γωνία — Αν θεωρήσουμε ένα υγρό μέσα σε ένα δοχείο θα παρατηρήσουμε ότι, κοντά στα ελεύθερα τοιχώματα, η υγρή επιφάνεια παίρνει κοίλη μορφή (π.χ. στην περίπτωση νερού σε δοχείο γυάλινο) ή με κυρτή (π.χ. υδράργυρος σε δοχείο γυάλινο). Η γωνία που… …   Dictionary of Greek

  • συμπληρωματική, γωνία — Μια γωνία λέγεται συμπληρωματική άλλης, αν (και μόνο) το άθροισμά τους είναι μια ορθή γωνία …   Dictionary of Greek

  • αμβλεία γωνία — Κάθε γωνία που είναι μεγαλύτερη από μία ορθή …   Dictionary of Greek

  • Ασή Γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 586 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”