- κωμάστωρ
κωμάστωρ, ορος, ὁ, = κωμαστής, Maneth. 4, 493.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμάστωρ, ορος, ὁ, = κωμαστής, Maneth. 4, 493.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμάστωρ — κωμάστωρ, ορος, ὁ (Α) [κωμάζω] (ποιητ. τ.) κωμαστής* … Dictionary of Greek
κωμάστορας — κωμάστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)