- κωνάριον
κωνάριον, τό, dim. von κῶνος, 1) Kegelchen, Sp. – 2) die Zirbeldrüse im Gehirn, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωνάριον, τό, dim. von κῶνος, 1) Kegelchen, Sp. – 2) die Zirbeldrüse im Gehirn, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωνάριον — pineal gland in the brain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωναρίου — κωνάριον pineal gland in the brain neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωναρίων — κωνάριον pineal gland in the brain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωναρίῳ — κωνάριον pineal gland in the brain neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωνάρια — κωνάριον pineal gland in the brain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουκουνάρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 49 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κισσάμου. * * * και κουκκουνάρα, η 1. ο καρπός… … Dictionary of Greek
κωνάριο — το (AM κωνάριον, Μ και κωνάρι[ν]) [κώνος] 1. μικρός κώνος πεύκου ή ελάτου, κουκουνάρι 2. ανατ. ο ενδοκρινής αδένας επίφυση μσν. μικρός βολβός κρεμμυδιού, κοκκάρι … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek