- ζωνιαῖος
ζωνιαῖος, von der Größe einer ζώνη, πάχος Ath. machin. p. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωνιαῖος, von der Größe einer ζώνη, πάχος Ath. machin. p. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωνιαίος — ζωνιαῑος, α, ον (Α) [ζώνη] όμοιος με ζώνη ἡ που έχει το μέγεθος μιας ζώνης … Dictionary of Greek