γωνιαῖος

γωνιαῖος

γωνιαῖος, eckig, στυλίς Dion. Hal. 3, 21; ῥῆμα Plut. com. Lac. fr. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γωνιαίος — α, ο (AM γωνιαῑος, α, ον) [γωνία] 1. αυτός που έχει γωνίες 2. αυτός που βρίσκεται σε γωνία αρχ. φρ. «γωνιαῑον ῥῆμα» λέξη που προφέρεται δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • γωνιαίου — γωνιαῖος on masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιαίους — γωνιαῖος on masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιαίῳ — γωνιαῖος on masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιαία — γωνιαίᾱ , γωνιαῖος on fem nom/voc/acc dual γωνιαίᾱ , γωνιαῖος on fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Notogoneus osculus — Dieser Artikel wurde aufgrund von formalen und/oder inhaltlichen Mängeln in der Qualitätssicherung Biologie zur Verbesserung eingetragen. Dies geschieht, um die Qualität der Biologie Artikel auf ein akzeptables Niveau zu bringen. Bitte hilf mit,… …   Deutsch Wikipedia

  • ακρογωνιαίος — α, ο (Α ἀκρογωνιαῑος, α, ον, Μ και ἀκρόγωνος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γωνία, στο σημείο όπου συναντώνται δύο πλευρές 2. φρ. «ακρογωνιαίος λίθος» α) (για οικοδομήματα) ο βασικός, ο θεμέλιος λίθος εξωτερικής γωνίας κτηρίου β) στήριγμα, βάση …   Dictionary of Greek

  • εξαγωνιαίος — α, ο (Α ἑξαγωνιαῑος, ον) εξάγωνος αρχ. το ουδ. ως ουσ. το ἑξαγωνιαῑον εξάγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γωνιαίος < γωνία] …   Dictionary of Greek

  • μασχαλιαίος — α, ο (Α μασχαλιαῑος, αία, ον) [μασχάλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη μασχάλη (α. «μασχαλιαία αρτηρία» β. «μασχαλιαία λεμφογάγγλια») αρχ. φρ. «μασχαλιαία πλίνθος» κόσμημα κίονα ή, κατ άλλους, γωνιαίος λίθος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԿԻՒՆ — (կեան կամ կիւնի, կեանց.) NBH 1 0174 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c գ. ԱՆԿԻՒՆ գրի եւ ԱՆԳԻՒՆ.(լծ. լտ. անկուլուս. յն. ղօնի՛ա, ղօ՛նիօս. պ. խիւնկ, փիւնճ. ռմկ. գունջ) ... γωνία angulus Տեղի՝ յոր յանգին անձկութեամբ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՆԿԻՒՆԱԿԱԼ — ( ) NBH 1 0174 Chronological Sequence: 12c, 13c ա. Որ պինդ ունի զանկիւնս երկուց որմոց. որպիսի է վէմն անկեան. ըստ յն. անկիւնական. γωνιαῖος angularis (lapis) *Զանկիւնակալ քարն առաւել ընտրութեան արժանի վարկանին: Ի հիմունսն վէմ, եւ յանկիւնսն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”