κωβιός

κωβιός

κωβιός, (od. nach Arcad. p. 42, 3 κωβίος), ein Fisch; Hippocr.; Plat. Euthyd. 298 d; Arist. H. A. 6, 13. 8, 19; Comic. bei Ath. VII, 309 u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωβιός — gudgeon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… …   Dictionary of Greek

  • κωβιοῖς — κωβιός gudgeon masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιοῖσι — κωβιός gudgeon masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιοί — κωβιός gudgeon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιοῦ — κωβιός gudgeon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιούς — κωβιός gudgeon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιῶν — κωβιός gudgeon masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιῷ — κωβιός gudgeon masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβιόν — κωβιός gudgeon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβίδι — το (AM κωβίδιον) [κωβιός] νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους κωβιού (μσν. αρχ.) υποκορ. τού κωβιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”