- γωνιό-πους
γωνιό-πους, winkel-, d. i. krummfüßig, D. L. 9, 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γωνιό-πους, winkel-, d. i. krummfüßig, D. L. 9, 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρταίπους — καρταίπους, ουν (Α) κραταίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί + πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό πους, ελαφό πους το α συνθετικό καρταί είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. κάρτος (κράτος) ως α συνθετικό, κατά τα παλαί , χαμαί (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι… … Dictionary of Greek
κλινόπους — ο, και κλινόποδο, το (AM κλινόπους, οδος, ὁ) συν. στον πληθ. τα πόδια τού κρεβατιού, τα στρίποδα αρχ. το σημείο στο οποίο στηρίζεται κάτι, το στήριγμα («κλινόπους τοίχου», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πους (< πούς), πρβλ. γωνιό πους, κεφαλό… … Dictionary of Greek