κυμῑνο-δόκον

κυμῑνο-δόκον

κυμῑνο-δόκον, τό, = Folgdm, Nicochar. bei Poll. 10, 93.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυμινοδόκον — κυμινοδόκον, τὸ (Α) δοχείο που περιείχε κύμινο και τοποθετούνταν στο τραπέζι όπως η αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + δόκον (< δέχομαι), πρβλ. μελανο δόκον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”