- κυμῑνο-δόκη
κυμῑνο-δόκη, ἡ, = Folgdm, Apollod. com. bei Poll. 10, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυμῑνο-δόκη, ἡ, = Folgdm, Apollod. com. bei Poll. 10, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κυμοδόκη — Κυμοδόκη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που δέχεται τα κύματα ή πλήττεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, κυμινο δόκη] … Dictionary of Greek