- κυλικ-ήρυτος
κυλικ-ήρυτος, mit Bechern zu schöpfen, αἷμα, οἷον πολύ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλικ-ήρυτος, mit Bechern zu schöpfen, αἷμα, οἷον πολύ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτυλήρυτος — κοτυλήρυτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι 2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» μέτρο όξους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευ ήρυτος, κυλικ… … Dictionary of Greek