- κυλικίς
κυλικίς, ίδος, ἡ, = Vorigem, kleine Büchse, zu Arzneien, Ath. XI, 480 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλικίς, ίδος, ἡ, = Vorigem, kleine Büchse, zu Arzneien, Ath. XI, 480 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλικίς — κυλικίς, ίδος, ή (AM) μικρή κύλικα μσν. φάρμακο, καταπότιον αρχ. θήκη φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. αιλουρ ίς, σταφυλ ίς)] … Dictionary of Greek
κυλικίδα — κυλικίς small cup fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… … Dictionary of Greek