προ-αγοράζω

προ-αγοράζω

προ-αγοράζω, vorher laufen (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προωνούμαι — έομαι, Α αγοράζω κάτι από πριν, προαγοράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὠνοῦμαι «αγοράζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”