- κυο-φόρος
κυο-φόρος, Leibesfrucht tragend, schwanger, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυο-φόρος, Leibesfrucht tragend, schwanger, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουφοφορούμαι — κουφοφοροῡμαι, έομαι (Α) ανυψώνομαι εύκολα μόνο με την ελαφρότητα μου, χάρη στην έλλειψη βάρους («αἱ ψυχαί... εἰς τοὺς ἄνω μᾱλλον τόπους κουφοφοροῡνται». Σεξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + φορούμαι (< φόρος < φόρος), πρβλ. εμ… … Dictionary of Greek