- κυητήριος
κυητήριος, zum Empfangen gehörig, es befördernd, φάρμακον, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυητήριος, zum Empfangen gehörig, es befördernd, φάρμακον, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυητήριος — κυητήριος, ία, ον (Α) [κυώ] αυτός που συντελεί στη σύλληψη … Dictionary of Greek
κυητήριον — κυητήριος aiding conception masc acc sg κυητήριος aiding conception neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον … Dictionary of Greek