- κυαν-ῶπις
κυαν-ῶπις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; so heißt Amphitrite, Od. 12, 60; Themistonoe, Hes. Sc. 356; Μοῠσα, Ep. ad. 717 (App. 338); bei Aesch. auch νᾶες, Pers. 551 Suppl. 724, = κυανόπρωρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυαν-ῶπις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; so heißt Amphitrite, Od. 12, 60; Themistonoe, Hes. Sc. 356; Μοῠσα, Ep. ad. 717 (App. 338); bei Aesch. auch νᾶες, Pers. 551 Suppl. 724, = κυανόπρωρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις … Dictionary of Greek
ιλαρώπις — ἱλαρῶπις, ώπιδος ἡ (Α) αυτή που έχει χαρούμενη όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ωπις (< ωψ < *ὤψ, *ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώπις, κυαν ώπις] … Dictionary of Greek
μαρμαρώπις — μαρμαρῶπις, ιδος, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που με ένα βλέμμα μεταβάλλει κάτι σε μάρμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι»), πρβλ. γλαυκ ώπις, κυαν ώπις] … Dictionary of Greek